- σθενοβλαβής
- σθενοβλᾰβής, ές,A hurting the strength, weakening, Opp.C.2.82.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
σθενοβλαβής — ές, Α αυτός που βλάπτει το σθένος, που προκαλεί εξασθένηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < σθένος + βλαβής, πιθ. κατά το φρενοβλαβής] … Dictionary of Greek
σθενοβλαβέος — σθενοβλαβής hurting the strength masc/fem/neut gen sg (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βλάβη — Η κατά παράβαση του νόμου, ή συμβατικής υποχρέωσης, πρόκληση ζημίας σε άλλο πρόσωπο. Προϋποτίθεται ότι μεσολάβησε προσβολή ενός ξένου συμφέροντος που προστατεύεται από το δίκαιο. Η προσβολή αυτή μπορεί να προέρχεται είτε από τη μη εκπλήρωση… … Dictionary of Greek